- κασσιτερίνην
- κασσιτέρινοςmade of tinfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύαρ — το (Α κύαρ, ατος) μικρή οπή, όπως η οπή τής βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.) 2. το βαθύτερο σημείο τού ακουστικού πόρου νεοελλ. 1. η οπή τής στομίδας τού χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα… … Dictionary of Greek